- πρώια
- πρώιοςearlyneut nom/voc/acc plπρῴ̱ᾱ , πρώιοςearlyfem nom/voc/acc dual (attic)πρῴ̱ᾱ , πρώιοςearlyfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωία — πρωίᾱ , πρώιος early fem nom/voc/acc dual πρωίᾱ , πρώιος early fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίᾳ — πρωίᾱͅ , πρώιος early fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωία — Τίτλος αθηναϊκών εφημερίδων. 1. Ημερήσια εφημερίδα, όργανο του Εθνικού κόμματος (1879 – 1905). Εκδόθηκε σε δύο περιόδους· από τις 11 Μαρτίου 1879 μέχρι τις 2 Αυγούστου 1894 με διευθυντή τον I. Αντωνόπουλο, και από τις 3 Αυγούστου μέχρι τις 12… … Dictionary of Greek
πρωίας — πρωίᾱς , πρώιος early fem acc pl πρωίᾱς , πρώιος early fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίαι — πρωίᾱͅ , πρώιος early fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίαν — πρωίᾱν , πρώιος early fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωινός — ή, ό / πρωινός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωία ή αυτός που γίνεται κατά την πρωία (α. «πρωινός περίπατος» β. «κατὰ τὴν θυσίαν τὴν πρωϊνήν», ΠΔ) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται κατά το χρονικό διάστημα από… … Dictionary of Greek
πρώϊος — ΐα, ον, και αττ. τ. πρῷος, α, ον, Α [πρωΐ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός 2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς]… … Dictionary of Greek
Procès des Six — Déposition du colonel Passaris, ancien sous chef de l État major, témoignant pour l accusation Le procès des Six est un procès qui s est déroulé en Grèce en octobre novembre 1922, à l issue de la guerre gréco turque et de la Grande catastrophe ( … Wikipédia en Français
πρωή — ἡ, ΜΑ η πρωία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πρωΐα, κατά τα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek